ερετριακός

ερετριακός
-ή, -ό και ερετρικός, -ή, -ό (AM ἐρετριακός, -ή, -όν και ἐρετρικός, -ή, -όν) [Ερέτρια]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή
2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη»
β) «ερετριακά αγγεία» — αγγεία που προέρχονται από τάφους τής αρχαίας Ερέτριας
αρχ.
1. oἱ Ἐρετριακοί και Ἐρετρικοί
οι οπαδοί τής φιλοσοφικής σχολής τού Μενεδήμου που καταγόταν από την Ερέτρια
2. φρ. «ἐρετριακός κατάλογος» — επιγραφή ψηφίσματος τής εποχής τού Διφίλου (η οποία αναφερόταν στη σύλληψη ως ομήρων τών γιων τών πλουσιότερων οικογενειών τής Ερέτριας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερετριαίος — ἐρετριαῑος, α, ον (Α) [Ερέτρια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, ο ερετριακός («τὸ ἐπιτείχισμα τὸ Ἐρετριαῑον», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ερετρικός — ή, ό (Α ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] βλ. ερετριακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”